- Κοκκινόχωμα
- Sp Kokinòchoma Ap Κοκκινόχωμα/Kokkinochoma L ŠR Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
κοκκινόχωμα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 28 χλμ. Δ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρυμενών. 2. Μεγάλος… … Dictionary of Greek
κοκκινόχωμα — το, ατος χώμα που έχει κόκκινο χρώμα, κοκκινιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ερυθρόβωλος — ἐρυθρόβωλος, ον (Α) (για περιοχή) αυτός που έχει κοκκινόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + βώλος] … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
ρουμπρίκα — η, Ν 1. (τυπογρ.) α) μόνιμη στήλη περιοδικού ή εφημερίδας με καθορισμένη κατηγορία θεμάτων β) διακοσμητικό σχέδιο στην αρχή και στο τέλος κεφαλαίων ή υποκεφαλαίων βιβλίου 2. εκκλ. οδηγία στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου, γραμμένη με κόκκινο… … Dictionary of Greek
σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
τέρρα — η, Ν άκλ. φρ. α) «τέρρα ινκόγκνιτα» άγνωστη γη, άγνωστη χώρα β) «τέρρα ρόσσα» (πετρογρ.) ερυθρά άργιλος που απαντά συνήθως σε μεσογειακά κλίματα και είναι πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο καθώς και σε οξείδια και υδροξείδια τού σιδήρου και… … Dictionary of Greek
Kokinochoma — Sp Kokinòchoma Ap Κοκκινόχωμα/Kokkinochoma L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė